ιτιά

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source

Greek Monolingual

και ετιά, η (ΑΜ ἰτέα, Μ και ἐτέα και ἐτιά και ἰτιά, Α ιων. τ. ἰτέη και ἰτείη)
κοινή ονομασία ειδών του γένους φυτών Σάλιξ
αρχ.
ασπίδα πλεγμένη από κλάδους ιτιάς και καλυμμένη με γύψο, δέρμα βοδιού ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰτέα < Fιτ-έα
το F επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησύχ. γιτέα- ἰτέα και από τον Όμηρο. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα wī της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω» και συνδέεται με λιθουαν. vytas «πλεγμένη», αρχ. ινδ. vīta-με μακρό ī όπως και στον τ. ἰτέα. Η λ. συνδέεται επίσης με τον τ. ἴτυς
Ο τ. εμφανίζει επίθημα -έα, που είναι πολύ εύχρηστο και σύνηθες σε ονομασίες δέντρων, φυτών (πρβλ. μηλ-έα, πτελ-έα, συκ-έη). Ο νεοελλ. τ. ιτιά < ἰτέα, με συνίζηση του ε (πρβλ. εννιά < εννέα, μηλιά < μηλέα)].