λευκήρης

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκήρης Medium diacritics: λευκήρης Low diacritics: λευκήρης Capitals: ΛΕΥΚΗΡΗΣ
Transliteration A: leukḗrēs Transliteration B: leukērēs Transliteration C: lefkiris Beta Code: leukh/rhs

English (LSJ)

ες, A white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
blanc.
Étymologie: λευκός, ἄρω.

Greek Monolingual

λευκήρης, -ες (Α)
λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + επίθημα -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ-ήρης, ποδ-ήρης)].

Greek Monotonic

λευκήρης: -ες (ἄρω), λευκός, ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λευκήρης: белый, седой (θρίξ Aesch.).

Middle Liddell

λευκ-ήρης, ες [*ἄρω]
white, blanched, Aesch.