κηροδοσία

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek (Liddell-Scott)

κηροδοσία: ἡ, φόρος κηροῦ, Συμεὼν Θεσσαλ. περὶ Τελετ. καὶ Μυστηρ. κ. 10 καὶ 11, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία)
η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή
νεοελλ.
η συνολική ή η ετήσια ποσότητα του κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες
μσν.
φόρος κεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. ασυδοσία, εργοδοσία].