κοιλόπεδος

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόπεδος Medium diacritics: κοιλόπεδος Low diacritics: κοιλόπεδος Capitals: ΚΟΙΛΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: koilópedos Transliteration B: koilopedos Transliteration C: koilopedos Beta Code: koilo/pedos

English (LSJ)

ον, A lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au fond d’un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.

English (Slater)

κοιλόπεδος
   1 lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)

Greek Monolingual

κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικόπεδος, χαλκόπεδος].

Greek Monotonic

κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.

Middle Liddell

κοιλό-πεδος, ον πέδον
lying in a hollow, Pind.