κοιλόπεδος
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ον, A lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au fond d’un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.
English (Slater)
κοιλόπεδος
1 lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)
Greek Monolingual
κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικόπεδος, χαλκόπεδος].
Greek Monotonic
κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.