προσοδοφόρος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, επικερδής, κερδοφόρος (α. «προσοδοφόρο κτήμα» β. προσοδοφόρα τέχνη»).
επίρρ...
προσοδοφόρως και προσοδοφόρα Ν
με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδοφόρος. Το επίθ. προσοδοφόρος μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες, ενώ το επίρρ. προσοδοφόρως από το 1893 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].