ἰαμβεῖος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβεῖος Medium diacritics: ἰαμβεῖος Low diacritics: ιαμβείος Capitals: ΙΑΜΒΕΙΟΣ
Transliteration A: iambeîos Transliteration B: iambeios Transliteration C: iamveios Beta Code: i)ambei=os

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἴαμβος) A iambic, μέτρον Arist.Po.1448b31. II as substantive ἰαμβεῖον, τό, iambic verse, Ar.Ra.1133, 1204, Pl.R.602b, Arist.Po.1458b19, Sammelb.6308(iii B.C.), etc.: in pl., iambic poem, Luc.Salt.27: generally, verse, line, Ath.8.355a (of anapaests). 2 iambic metre, Arist.Rh.1404a31.

German (Pape)

[Seite 1232] jambisch, z. B. ἰαμβεῖον μέτρον Arist. poet. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβεῖος: -ον, (ἴαμβος) ἰαμβικός, μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἰαμβεῖον, τό, ἰαμβικὸς στίχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1133, 1204, Πλάτ. Πολ. 602Β, Ἀριστ., κλ.· ἐν τῷ πληθ., ἰαμβικὸν ποίημα, Λουκ. π. Ὀρχ. 27· καθόλου, στίχος, Ἀθήν. 355Α. 2) ἰαμβικὸν μέτρον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) ίαμβος
το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν)
ο ιαμβικός στίχος
αρχ.
1. ιαμβικός («ἰαμβεῑον... μέτρον», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῑον
το ιαμβικό μέτρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῑα
τα ιαμβικά ποιήματα.

Greek Monotonic

ἰαμβεῖος: -ον (ἴαμβος
I. ιαμβικός, μέτρον, σε Αριστοφ.
II. 1. ως ουσ., ἰαμβεῖον, τό, ιαμβικός στίχος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἰαμβεῖος: ямбический (μέτρον Arst.).

Middle Liddell

ἰαμβεῖος, ον ἴαμβος
I. iambic, μέτρον Arist.
II. as substantive, ἰαμβεῖον, ου, τό, an iambic verse, Ar., Plat.
2. iambic metre, Arist.