εὐπλόκαμος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
Epic ἐϋπλόκαμος, ον, with goodly locks, fair-haired, epithet of goddesses and women, in Hom., etc., especially of Eos and Artemis, Od. 5.390, 20.80, cf. B. 3.34, etc.; later also of boys and men, Mosch. 1.12, Orph. L. 439; εὐ. κόμαι goodly tresses, E. IA 790 (lyr.); metaph, ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλός Archil. 11, cf. Opp. C. 2.131; of the tentacles of polypi, ib. 3.182.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπλόκᾰμος: Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋπλόκαμος;
ος, ον :
aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.
Étymologie: εὖ, πλόκαμος.
Spanish
Greek Monotonic
εὐπλόκᾰμος: Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· εὐπλ. κόμαι, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπλόκᾰμος: эп. ἐϋπλόκαμος 2
1) с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);
2) красиво заплетенный (κόμαι Eur.).
Middle Liddell
with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.