ἐρικύμων

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρικύμων Medium diacritics: ἐρικύμων Low diacritics: ερικύμων Capitals: ΕΡΙΚΥΜΩΝ
Transliteration A: erikýmōn Transliteration B: erikymōn Transliteration C: erikymon Beta Code: e)riku/mwn

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κύω) A big with young, ἐ. φέρματι γένναν A.Ag.119 codd. recc. (ἐρικύματα cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1029] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρικύμων: ῡ, ον, (κύω), σφόδρα ἐγκύμων, ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, ὁπόθεν ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très fécond.
Étymologie: ἐρι-, κύω.

Greek Monolingual

ἐρικύμων, -ον (Α)
αυτός που εγκυμονεί πολλά έμβρυα, πολύτοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κύμων (< κύμα «κύημα»].

Greek Monotonic

ἐρικύμων: [ῡ], -ον (κύω) αυτός που κυοφορεί πολλά μικρά και γι' αυτό είναι μεγάλος σε μέγεθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῐκύμων: ονος, v.l. ἐρικυμάς, άδος (ῡ) adj. f беременная многими детенышами, многоплодная Aesch.

Middle Liddell

[κύω]
big with young, Aesch.