προσφαίνομαι

From LSJ
Revision as of 18:14, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφαίνομαι Medium diacritics: προσφαίνομαι Low diacritics: προσφαίνομαι Capitals: ΠΡΟΣΦΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosphaínomai Transliteration B: prosphainomai Transliteration C: prosfainomai Beta Code: prosfai/nomai

English (LSJ)

Pass., A appear besides, π. κοινωνός τινος Aristid.Or. 45(8).24; f.l. for προφ- in X.Cyr.4.5.57 codd.; cf. ποτιφαίνω.

German (Pape)

[Seite 785] dabei, daneben erscheinen, herbei kommen u. sich zeigen, Xen. Cyr. 4, 5, 57, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

προσφαίνομαι: Παθ., φαίνομαι προσέτι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 57, Ἰωσήπ. Μακκ. 4.

French (Bailly abrégé)

paraître en outre.
Étymologie: πρός, φαίνομαι.

Greek Monolingual

Α φαίνομαι
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι επί πλέον («ἐκ τῶν κατὰ τὴν αἴσθησιν ἡμῶν προσφαινομένων», Γρηγ. Νύσσ.).

Greek Monotonic

προσφαίνομαι: Παθ., εμφανίζομαι επιπλέον, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσφαίνομαι: (по)являться: οἱ ἀκούσαντες τοῦ κήρυκος πολλοὶ προσεφάνησαν (v.l. προεφάνησαν) Xen. услышав глашатая, многие явились.

Middle Liddell

Pass. to appear besides, Xen.