ἀκάτειος
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ον, prop. A belonging to an ἄκατος, q.v.; esp. ἀκάτειος ἱστός = foremast, IG2.793, etc.; ἀκάτειος κεραία = yard belonging to an ἄκατος, ib., cf. Poll. 1.91. II Subst. ἀκάτειον, τό, (sc. ἱστίον) small sail, opp. τὰ μεγάλα ἱστία, X.HG6.2.27, Epicr.10 (with play on ἄκατος ΙΙ), cf. Luc.Lex.15, J. Tr.46, Hist. Conscr.45; ἄρασθαι τὸ ἀκάτειον, i.e. take to flight, prob. l. for ἀκάτιον in Epicur.Fr.163, cf. Ar.Lys.64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάτειος: ἱστός, ἀκάτειος κεραία, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν. Rang. Ant. Hell. 2343a. - Ἐν τοῖς συγγραφεῦσιν εὕρηται μόνον ἡ διὰ τοῦ ἰῶτα γραφή.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne un ἄκατος ; subst. τὰ ἀκάτεια ou ἀκάτια petites voiles.
Étymologie: ἄκατος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰκᾰ-]
náut., ref. al aparejo naval, esp. ἱστὸς ἀκάτειος = vela pequeña, IG 22.1611.229 (IV a.C.), κεραῖαι IG 22.1612.34 (IV a.C.), Poll.1.91
•subst. τὸ ἀκάτειον Aen.Tact.23.4, ἡ γοῦν Θεογένους ὡς δεῦρ' ἰοῦσα τἀκάτειον ᾔρετο la de Teógenes como para venir aquí ha izado la vela con el doble sentido de empinar el codo Ar.Lys.64, cf. ἀκάτιον.
Greek Monolingual
-ο (Α ἀκάτειος, -ον) ἄκατος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άκατο.