Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επικλίνω

From LSJ
Revision as of 14:52, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309

Greek Monolingual

ἐπικλίνω (AM)
μσν.
επιδοκιμάζω, συγκατανεύω
αρχ.
1. προσδίδω επικλινή θέση
2. κατευθύνω σε κάτι
2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση
3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ
4. (για πόρτα) κλείνω
5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση, έχω γύρει κάπου
6. παθ. ἐπικλίνομαι
κατακλίνομαι, πλαγιάζω
7. βρίσκομαι προς το μέρος κάποιου, εκτείνομαι κοντά («Σαλαμῑνος, τὰς ἐπικεκλιμένας ὄχθοις ἱεροῖς [της Αττικής]», Ευρ.)
8. παθ. ρέπω, τείνω προς κάτι («πρὸς τὰς Αἰγυπτίας ἡδονὰς ἐπικλίνεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλίνω «στηρίζομαι, κατακλίνω»].