ἡδύπνοος

From LSJ
Revision as of 11:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύπνοος Medium diacritics: ἡδύπνοος Low diacritics: ηδύπνοος Capitals: ΗΔΥΠΝΟΟΣ
Transliteration A: hēdýpnoos Transliteration B: hēdypnoos Transliteration C: idypnoos Beta Code: h(du/pnoos

English (LSJ)

Doric ἁδύπνοος, ον, contr. ἡδύπνους, -ουν, sweet-breathing, αὖραι E. Med. 840 (lyr.); of musical sound, Pi. O. 13.22, I. 2.25; of auspicious dreams, S. El. 480 (lyr.).
sweet-smelling, fragrant, λεπαστή Telecl. 24 (lyr.); χῶρος AP 9.564 (Nic.); κρόκος IG 14.607e (Carales); ὅρμος (necklace) Dsc. 1.99.
V. ἡδύχρους².

German (Pape)

[Seite 1154] zusgzn -πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; χῶρος Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie μῆλον Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; Μοῦσα, φωνή, Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύπνοος: Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ἡδέως πνέων, εὐάρεστος, αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) εὔοσμος, λεπαστὴ Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· χῶρος Ἀνθ. Π. 9. 564· κρόκος Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 au souffle agréable;
2 fig. au souffle propice.
Étymologie: ἡδύς, πνέω.

Greek Monotonic

ἡδύπνοος: (πνέω), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,
1. αυτός που πνέει γλυκά, ο ευάρεστος, σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.
2. ο εύοσμος, ο ευχάριστος στην οσμή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδύπνοος: стяж. ἡδύπνους, дор. ἁδύπνοος 2 (ᾱ)
1) нежно обвевающий, тиховейный (αὖραι Eur.);
2) благоуханный, полный ароматов (μῆλον, χῶρος Anth.);
3) нежный, тихий (φωνή Pind.; ὀνείρατα Soph.).

Middle Liddell

πνέω
1. sweet-breathing, Eur.; of musical sound, Pind.; of dreams, Soph.
2. sweet-smelling, fragrant, Anth.