ἀναφεύγω
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
A flee up, X.An.6.4.24, Plu.Crass.29, al.: c. acc., fly to, Philostr.VA1.24. 2 escape, X.HG6.5.40, cf. 2.3.50: metaph., retreat, εἰς τὴν ἀνείδεον φύσιν Plot.6.7.28. 3 of a rumour, to be lost in tracing, Plu.Aem.25.
German (Pape)
[Seite 213] (s. φεύγω), hinauffliehen, ἐπὶ τὸ ὄρος Xen. An. 6, 2, 24; übh. entfliehen, Hell. 6, 5, 38; freigesprochen werden, 2, 3, 50; vgl. Plut. Pelop. 32 Lys. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι = φεύγω πρὸς τὰ ἄνω, οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ τὸ ὄρος ἀνέφυγον, ἔφυγον ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 25. Πλούτ.
2) διαφεύγω, ἐὰν νῦν ἀναφύγωσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 40.
3) ἐπὶ φήμης, βαθμηδὸν ἐξαφανίζομαι, «ἀλλ’ ὁ λόγος εἰς ἄλλον ἐξ ἄλλου διωκόμενος ἀνέφευγεν» ἐξηφανίζετο, Πλουτ. Αἰμίλ. 25.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναφεύξομαι, ao.2 ἀνέφυγον, pf. inus.
I. (ἀνά, en haut);
1 s’enfuir sur une hauteur;
2 tr. se réfugier en haut pour échapper à : τι LUC à qch;
II. (ἀνά, en arrière) s’enfuir, s’échapper ; fig. s’effacer peu à peu, s’évanouir en parl. d’un bruit.
Étymologie: ἀνά, φεύγω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. o prep. y ac. huir hacia un alto, refugiarse en ἐπὶ τὸ ὄρος X.An.6.4.24, ἐς τὴν ἄκραν D.C.36.7.4, πρὸς τὰ πάνυ ὑψηλά D.C.39.61.2, τὸν Καφηρέα Philostr.VA 1.24
•fig. refugiarse ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν τὴν ἑαυτῶν ἀναφεύγουσι τὴν λοιδορίαν se refugian en su ciudadela, el insulto Luc.Fug.15, εἰς τὴν ἀνείδεον φύσιν Plot.6.7.28.
2 abs. escaparse οἱ Λακεδαιμόνιοι X.HG 6.5.40, cf. PFlor.375.54 (III d.C.)
•en v. med. igual sent., X.HG 2.3.50
•fig. de un rumor, Plu.Aem.25.
Greek Monolingual
ἀναφεύγω (Α)
1. φεύγω προς τα άνω
2. διαφεύγω, ξεφεύγω
3. (για φήμη) εξαφανίζομαι βαθμιαία, παρέρχομαι.
Greek Monotonic
ἀναφεύγω: μέλ. -φεύξομαι,
1. διαφεύγω, σε Ξεν.
2. δραπετεύω, στον ίδ.
3. λέγεται για φήμη, εξαφανίζομαι σταδιακά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφεύγω: (fut. ἀναφεύξομαι, aor. 2 ἀνέφυγον)
1) взбегать наверх, бегом подниматься (ἐπὶ τὸ ὄρος Xen.);
2) бежать прочь, убегать, спасаться Xen., Plut., Luc.;
3) разбегаться, расходиться (ὁ λόγος εἰς ἄλλον ἐξ ἄλλου ἀνέφευγε Plut.);
4) ускользать от наказания, быть оправданным Xen.
Middle Liddell
1. to flee up, Xen.
2. to escape, Xen.
3. of a report, to disappear gradually, Plut.