εὔπνοος
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
ον, contr. εὔ-πνους, ουν, Ep. ἐΰπνοος, (πνέω) A breathing well or freely, Hp.Prog.15, Epid.4.26 (Comp.), Max.Tyr. 30.6 (v.l. ἄϋπνος). 2 causal, making one breathe freely, relieving oppression of the breath, λουτρόν Hp.Acut.66. 3 sweet-smelling, λείρια Mosch.2.32; ῥόδον IG14.2040.3. II affording a free passage to the air, μυκτῆρες X.Eq.1.10 (Comp.); ὁ [περὶ τὴν κεφαλὴν] τόπος εὔ. Arist.PA653b2, cf. 673b23 (Sup.); κάλαμοι Longus 2.35; νεφέλαι εὔ. αὔραις Orph.H.21.6. 2 open to the winds, airy, οἰκία εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, εὐήλιος δὲ τοῦ χειμῶνος Arist.Oec.1345a31; τόποι Id.Pr.869a34 (Comp.); δένδρα Thphr.CP1.15.4; τὸ εὔ. τοῦ τόπου Pl.Phdr.230c. III good to breathe, fresh and pure, of the air, Thphr.CP1.13.8, Str.3.2.13: Comp. εὐπνοώτερος X.l.c., Hp. Epid.4.26; also εὐπνούστερος ib.7.39, Arist.Pr.960b22, Gal.5.911: Sup. -ούστατος Arist.PA673b23.
German (Pape)
[Seite 1089] zsgzgn εὔπνους, ep. ἐΰπνοος (über εἴπνοες s. Lob. paralip. 1741, 1) gut, leicht athmend, μυκτῆρες εὐπνοώτεροι Xen. re equ. 1, 10. – 2) gut, leicht ausdünstend, Hippocr.; Arist. Probl. 2, 6 u. öfter; dah. λείρια, νάρκισσος, wohlduftend, Mosch. 2, 32. 65; ῥόδον Ep. ad. 711 (App. 287). – 3) gut zum Einathmen, ἀήρ Theophr.; Plut. Alez. 17 u. a. Sp. – 41 χωρίον, gut durchweht, lustig, Arist.; τὸ εὔπνουν τοῦ τόπ ου Plat. Phaedr. 230 c; νεφέλαι εὔπνοοι αὔραις Orph. H. 21, 6; gut wehend, πνοιαί h. 37, 27; δένδρα, dem Eindringen der Luft ausgesetzt, Theophr.; κάλαμοι, gut, leicht zu blasen, Lengin. 2, 35. Bei Hippocr. auch λουτρόν, die Ausdünstung befördernd. Compar. εὐπνοώτερος, Xen. a. a. O., gew. εὐπνούστερος, Arist. part. an. 3, 12 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπνοος: -ον, συνῃρ. εὔπνους, ουν· Ἐπικ. ἐΰπνοος: (πνέω): ― ἀναπνέων καλῶς ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Προγν. 41. 2) μεταβατικὸν ἐνεργείας, ὁ ποιῶν τινα νὰ πνέῃ ἐλευθέρως, ἀπαλλάσσων αὐτὸν τῆς δυσπνοίας, λουτρὸν Ἱππ. 395. 34. 3) ἐκπέμπων εὐωδίαν, εὐωδιάζων, λείρια Μόσχ. 2. 32· ῥόδον Ἀνθ. Π. παράρτ. 287. ΙΙ. παρέχων ἐλευθέραν εἰς τὸν ἀέρα δίοδον, Λατ. perflabilis, μυκτῆρες Ξεν. Ἱππ. 1, 10· ὁ περὶ τὴν κεφαλὴν τόπος εὔπνους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7. 19, πρβλ. 3. 12, 3· ἀπεπειράθη τῶν καλάμων εἰ εὖπνοι Λόγγος 2. 35. 2) εὐήνεμος, εὐάερος, οἰκία εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, εὐήλιος δὲ τοῦ χειμῶνος Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· τόποι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 14, 7· δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4 τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου Πλάτ. Φαῖδρ. 230C. ΙΙΙ. καλὸς πρὸς ἀναπνοήν, δροσερὸς καὶ καθαρός, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 8, Στράβ. 150: ― Συγκρ. εὐπνοώτερος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἱππ. 1131G· ὡσαύτως εὐπνούστερος, Ἱππ. 1121Α, Ἀριστ., κλ.· Ὑπερθ. -ούστατος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 3.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
I. qui laisse un libre passage à la respiration;
II. 1 bon à respirer (air);
2 bien aéré, bien exposé à l’air ou au vent;
Cp. εὐπνοώτερος ou εὐπνούστερος, Sp. εὐπνούστατος.
Étymologie: εὖ, πνέω.
Greek Monotonic
εὔπνοος: -ον, συνηρ. εὔ-πνους, -ουν· Επικ. ἐΰ-πνοος (πνέω)·
I. αυτός που αναπνέει καλά, αυτός που αποπνέει μια γλυκιά μυρωδιά, αυτός που εκπέμπει ευωδία, που ευωδιάζει, σε Μόσχ., Ανθ.
II. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα, Λατ. perflabilis, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὔπνοος: стяж. εὔ-πνους 2
1) дающий свободный проход дыханию (μυκτῆρες Xen.);
2) открытый для чистого воздуха, хорошо проветриваемый (οἰκία Arst.) или хорошо обвеваемый (τὰ τῶν ὀρνίθων σώματα εὐπνούστατα Arst.);
3) которым легко дышится, т. е. чистый (ἀήρ Plut.);
4) благоуханный, душистый (ῥόδον Anth.).