ἀποφθεγματικός

From LSJ
Revision as of 12:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφθεγματικός Medium diacritics: ἀποφθεγματικός Low diacritics: αποφθεγματικός Capitals: ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apophthegmatikós Transliteration B: apophthegmatikos Transliteration C: apofthegmatikos Beta Code: a)pofqegmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, dealing in apophthegms, sententious, Plu.Lyc.19, Brut.2, Demetr.Eloc.9; θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς, i.e. bare assertions, Epicur.Nat.14.9. Adv. ἀποφθεγματικῶς Eust.1870.46.

German (Pape)

[Seite 334] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ βραχυλόγος Plut. Lyc. 19; βραχυλογία Brut. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφθεγματικός: ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα ὅταν λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος βραχυλόγος τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a un sens profond;
2 qui parle par sentences.
Étymologie: ἀπόφθεγμα.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que habla por medio de apotegmas, sentencioso τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.Lyc.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... βραχυλογία Plu.Brut.2, cf. Demetr.Eloc.9, Sch.Er.Il.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.Fr.[29.30] 2.
2 adv. ἀποφθεγματικῶς = sentenciosamente, profundamente Eust.1870.46.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποφθεγματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά
2. λιγόλογος, λακωνικός.

Greek Monotonic

ἀποφθεγματικός: -ή, -όν, αυτός που χρησιμοποιεί αποφθέγματα στον λόγο του, βραχυλόγος, λακωνικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφθεγμᾰτικός: состоящий из сжатых изречений, сентенциозный (λόγοι, βραχιλογία Plut.).

Middle Liddell

ἀπόφθεγμα
dealing in apophthegms, sententious, Plut.