ἄδετος
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ον, (δέω) A unbound, loose, Hp.Art.44; not clamped together, λίθοι IG7.3074 (Lebad.). 2 free, D.24.169,Aristaenet.1.20. 3 unshod, Philostr.Ep.37.
German (Pape)
[Seite 33] ungebunden, frei, περιιέναι Dem. 24, 169; Plut. Mar. 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδετος: -ον, (δέω) ὁ μὴ δεδεμένος, λυτός, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἄδ. πλόκος, Χριστοδώρ. Ἔκφρ. 73. 2) ἐλεύθερος, Δημ. 753. 1: ὁ μὴ ἐλθὼν εἰς γάμον, Ἐκκλ. 3) ὁ ἄνευ ὑποδημάτων, ἀνυπόδητος, Φιλόστρ. 921.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non lié, libre;
2 non assujetti, relâché HPC;
3 qui n’a pas de chaussures liées aux pieds, qui est pieds nus.
Étymologie: ἀ, δέω¹.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἄδη- An.Athen.1.612.15, 16
1 suelto, que no está atado σῶμα Hp.Art.44, πόδες Philostr.Ep.37
•que no está sujeto mediante grapa o laña (cf. δεσμός A I 2) λίθοι IG 7.3074.4 (Lebadea II a.C.).
2 libre, sin ataduras, sin grilletes D.24.169, Aristaenet.1.20, D.C.49.39.5, An.Athen.ll.cc.
•subst. οἱ ἄ. Lib.Or.45.34.
Greek Monotonic
ἄδετος: -ον, λυτός, ελεύθερος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδετος: несвязанный, нескованный Dem., Plut.
Middle Liddell
unbound, free, Dem.