κατάργυρος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον, A covered with silver, silvered, Callix.2, Socr. Rhod.1, J.BJ5.5.3, Plu.2.828e.
German (Pape)
[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbert; σκευαί Ath. IV, 148 b; Callixen. ib. V, 199 d u. sonst bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάργῠρος: -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, κατάργυρος ὅλος (ὅπερ ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), ὁλάργυρος Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε· κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
argenté.
Étymologie: κατά, ἄργυρος.
Greek Monolingual
κατάργυρος, -ον (Α)
καλυμμένος με άργυρο, ασημωμένος («ὀχήματα κατάργυρα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. επάργυρος, υπάργυρος].
Russian (Dvoretsky)
κατάργῠρος: украшенный или отделанный серебром или посеребренный (ὀχήματα Plut.).