χορτασία
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, A being fed, fullness, κοιλίας LXXPr.24.15; εἰς χορτασίαν Sammelb.6949.17 (Axum, iv A. D.). 2 being fed, AP11.313 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Stallfüttern, übh. das Füttern Mästen, Sättigen, Pallad. 26 (IX, 502).
Greek (Liddell-Scott)
χορτᾰσία: ἡ, τὸ χορτάζεσθαι, χορτασμός, πλήρωσις, κοιλίας Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΔ΄, 15)· εἰς χορτασίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 17. 2) φαγητὸν χορταστικόν, Ἀνθ. Π. 11. 313.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action d’engraisser, de rassasier;
2 embonpoint.
Étymologie: χορτάζω.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. χορτασιά.
Greek Monotonic
χορτᾰσία: ἡ, κορεσμός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χορτᾰσία: ἡ кормление или угощение Anth.