ἐξακοντισμός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ὁ, = ἐξακόντισμα (jet), Gal. 4.523, Antyll. ap. Orib. 7.10.2 ; shooting of a shooting star, Arist. Mu. 395b5.
German (Pape)
[Seite 865] ὁ, das Heraus-, Fortschleudern, Galen. Bei Arist. mund. 4 eine Art Blitz.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰκοντισμός: ὁ, ἐξακόντισις, Γαλην. τ. 4, σ. 627. 6· ἐπὶ μετεώρων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 23.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 disparo, lanzamiento τῶν δοράτων Marcellin.Puls.492, cf. Arr.Tact.36.3, πολύτροποι ἐξακοντισμοί Arr.Tact.43.1
•fig. lanzamiento a la manera de un dardo, destello de una estrella, Arist.Mu.395b5.
2 medic. emisión, expulsión, eyaculación τῆς γονῆς Gal.4.523, cf. 627, σπέρματος Gal.19.426
•acción de brotar o manar con fuerza τοῦ αἵματος Orib.7.10.2, cf. Apollon.Lex.719.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξακοντισμός) εξακοντίζω
εξακόντιση.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰκοντισμός: ὁ мерцающий свет, мерцание Arst.