Παλαίμων

From LSJ
Revision as of 11:18, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πᾰλαίμων Medium diacritics: Παλαίμων Low diacritics: Παλαίμων Capitals: ΠΑΛΑΙΜΩΝ
Transliteration A: Palaímōn Transliteration B: Palaimōn Transliteration C: Palaimon Beta Code: *palai/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, Palaemon, a sea-god friendly to the shipwrecked, E.IT271, Lyc.229; also epithet of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό, A temple of Palaemon, IG4.203 (Corinth).

Greek (Liddell-Scott)

Πᾰλαίμων: -ονος, ἀρσ. κύρ. ὄνομα, ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, ὅστις ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ὡς θαλάσσιος θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· ὡσαύτως ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ παλαίω).

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Palæmon :
1 surn. de Mélikertès;
2 surn. d'Héraklès.
Étymologie: παλαίω.

Greek Monolingual

(II)
Παλαίμων, -ονος, ὁ (Α)
θεός που λατρευόταν κατά την αρχαιότητα ως προστάτης τών ναυαγών
2. προσωνυμία του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. παλαιμονώ].

Greek Monotonic

Πᾰλαίμων: -ονος, ὁ (παλαίω), ο Παλαίμων, δηλ. ο Παλαιστής, αρσεν. κύριο όνομα, όνομα του Μελικέρτη, γιου της Ινούς, που λατρευόταν ως θεός της θάλασσας, ευμενής προς τους ναυαγούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Πᾰλαίμων: ονος ὁ Палемон, «Борец» (эпитет Меликерта, сына Ино-Левкотеи) Eur.

Middle Liddell

Πᾰλαίμων, ονος, ὁ, παλαίω
Palaemon, i. e. wrestler, masc. prop. n., a name of Melicertes, son of Ino, who was adored as a sea-god friendly to the shipwrecked, Eur.