παραφάσσω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
A feel gently with the finger, Hp.Nat.Mul.6:—Med., Id.Mul.1.13:—hence παρ-αφάσιες, αἱ, interior of the pudenda muliebria, ib.2.171, cf. Gal.19.128.
παρα-φάσσω, = ἀλλοφάσσω, Gal.19.128.
German (Pape)
[Seite 505] daneben, an der Seite anfassen od. berühren, leicht od. heimlich berühren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰφάσσω: παράπτομαι, ἐλαφρῶς ψαύω διὰ τῆς χειρός, Ἱππ. 565. 15· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 597. 25., 647. 51, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Foës. καὶ Littré· ― ἐντεῦθεν: παραφάσιες, τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, «ἐντεῦθεν δὲ καὶ τοὺς κρυπτοὺς τόπους τοὺς κατὰ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον παραφάσιας ὀνομάζουσι» Γαλην. Γλῶσσαι Ἱπποκρ. σελ. 538, ἴδε Ἱππ. 633, 26, πρβλ. Littré, Ἱππ. 8, σ. 352. Πρβλ. εἰσαφάσσω.
Greek Monolingual
(I)
Α
αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀφάσσω «ψηλαφώ»].
(II)
Α
1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα
2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α)- + -φάσσω (< φαίνω < φάω «φωτίζω, φέγγω»), πρβλ. ἀλλο-φάσσω, δια-φάσσω, παι-φάσσω (< φαι-φάσσω) και λατ. fax, facis «δάδα, πυρσός»].