Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονώδης

From LSJ
Revision as of 20:12, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονώδης Medium diacritics: χιονώδης Low diacritics: χιονώδης Capitals: ΧΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: chionṓdēs Transliteration B: chionōdēs Transliteration C: chionodis Beta Code: xionw/dhs

English (LSJ)

ες, snowy, Hp.Epid.3.2, E.Hec.81 (anap.), A.R.1.826, Nic.Al.150, Call.Fr.1.53P.; βόλβα AP11.410 (Luc.); αἶγες Orac. ap.D.S.7.16.

German (Pape)

[Seite 1357] ες, zsgzgn statt χιονοειδής; Θρῄκη Eur. Hec. 81; sp. D., wie Nonn. D. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

χιονώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χιονοειδής, πλήρης χιόνων, ἢ ὅμοιος χιόνι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1082· χιονώδης Θρῂκη Εὐρ. Ἑκ. 81.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: χιών, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / χιονώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χιών, χιόνος]
1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ.
γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.)
2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος.

Greek Monotonic

χῐονώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χιόνι, χιονώδης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χιονώδης:
1) покрытый снегом, снежный (Θρῄκη Eur.);
2) белоснежный (θέρμων βόλβα Anth.).

Middle Liddell

χιον-ώδης, ες εἶδος
like snow, snowy, Eur.