ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: κανθώδης | Medium diacritics: κανθώδης | Low diacritics: κανθώδης | Capitals: ΚΑΝΘΩΔΗΣ |
Transliteration A: kanthṓdēs | Transliteration B: kanthōdēs | Transliteration C: kanthodis | Beta Code: kanqw/dhs |
ες, curved, prob. in Call.Fr.204.
[Seite 1321] ες, gebogen, ῥάμφος Callim. frg. 204.
κανθώδης: -ες, κυρτός, ῥάμφει κανθώδει Καλλ. Ἀποσπ. 204.
κανθώδης, -ες (Α) κανθός
κυρτός, καμπύλος («ῥάμφει κανθώδει», Καλλ.).