κνεφάζω
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
(κνέφας) cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1459] verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.
Greek (Liddell-Scott)
κνεφάζω: μέλλ. -άσω, (κνέφας) ἐπικαλύπτω διὰ νέφους, ἀμαυρώνω, σκοτίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 134.
French (Bailly abrégé)
obscurcir, acc..
Étymologie: κνέφας.
Greek Monolingual
κνεφάζω (Α) κνέφοις
καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζω («οἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κνεφάζω: μέλ. -άσω (κνέφας), επισκεπάζω με σύννεφα, επισκιάζω, σκοτεινιάζω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κνεφάζω: покрывать мраком, т. е. губить (στόμιον Τροίας Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνεφάζω [κνέφας] duister maken.