μαδαροκέφαλος

From LSJ
Revision as of 03:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰροκέφᾰλος Medium diacritics: μαδαροκέφαλος Low diacritics: μαδαροκέφαλος Capitals: ΜΑΔΑΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: madaroképhalos Transliteration B: madarokephalos Transliteration C: madarokefalos Beta Code: madaroke/falos

English (LSJ)

ον, bald-headed, Tz.H.7.851.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδαροκέφαλος: -ον, φαλακρός, Τζέτζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μαδαροκέφαλος, -η, -ον)
αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, κυνοκέφαλος.