ἀναπολίζω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
= ἀναπολέω, of a field, Pi.P.6.3.
German (Pape)
[Seite 203] ἄρουραν, den Acker umwenden, umpflügen, Pind. P. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολίζω: ἀναπολέω, «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.
English (Slater)
ἀναπολίζω
1 cultivate, plough met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.
Spanish (DGE)
binar, dar vuelta, labrar ἄρουραν Pi.P.6.3.
Greek Monolingual
ἀναπολίζω (Α)
οργώνω (πρβλ. ἀναπολῶ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πολίζω (< πόλις) «οικοδομώ, ιδρύω πόλη, κτίζω»].
Greek Monotonic
ἀναπολίζω: = ἀναπολέω, λέγεται για χωράφι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπολίζω: перепахивать (ἄρουραν Pind.).