ἁλατίζω

From LSJ
Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλατίζω Medium diacritics: ἁλατίζω Low diacritics: αλατίζω Capitals: ΑΛΑΤΙΖΩ
Transliteration A: halatízō Transliteration B: halatizō Transliteration C: alatizo Beta Code: a(lati/zw

English (LSJ)

sprinkle with salt, [Gal.]14.576, Anon. in Rh.14.2.30 (Pass.).

Spanish (DGE)

salar Gal.14.576, Anon.in Rh.142.30.

Greek Monolingual

(Α ἀλατίζω)
πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό
νεοελλ.
1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω
2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα
3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά
4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω αλύπητα, σκληρά, μέχρι θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλατισιά, αλάτισμα, αλατισμένος, αλατιστός].