τρισκελής

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκελής Medium diacritics: τρισκελής Low diacritics: τρισκελής Capitals: ΤΡΙΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: triskelḗs Transliteration B: triskelēs Transliteration C: triskelis Beta Code: triskelh/s

English (LSJ)

ές, three-legged, τράπεζα Cratin.301; ξόανον Theoc.Ep. 4.3; βάσις Hero Bel.88.4; κτεὶς τ., name of a bandage, Sor.Fasc. 45.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκελής: -ές, ὁ ἔχων τρία σκέλη, τρεῖς πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. ξόανον (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois jambes, à trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία στηρίγματα, τρία πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», Κρατίν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει τρεις κλάδους ή τρία σημείατρισκελής ερώτηση»)
αρχ.
μτφ. (για ξόανο) αυτός που έχει πριαπική διάταση του φαλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ἑξα-σκελής].

Greek Monotonic

τρισκελής: -ές, αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία πόδια, ξόανον, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκελής: треногий (ξόανον Theocr.).

Middle Liddell

τρι-σκελής, ές
three-legged, ξόανον Theocr.