τυρίσκος
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
English (LSJ)
ὁ, = τυρίον, Ael.NA8.5, Longus 1.19.
German (Pape)
[Seite 1164] ὁ, dim. von τυρός; Long.; Ael. H. A. 8, 5 μαντεύεσθαι τυρίσκοις.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ τυρός, μαντεύεσθαι τυρίσκοις Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 5, Λόγγος 1. 19.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
dim. de τυρός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποκορ. του τυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. σιδηρ-ίσκος)].