νεοτόκος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, Act., having just brought forth, E. Ba. 701, Aret. CA 2.3; λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς DH. 1.79, Plu. 2.320d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient d'enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.
English (Slater)
νεοτόκος of recent childbirth ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)
Greek Monolingual
-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
νεοτόκος:
I adj. f недавно родившая (ἵππος θήλεια Plut.).
II ἡ молодая мать Eur.