συγκατέρχομαι

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέρχομαι Medium diacritics: συγκατέρχομαι Low diacritics: συγκατέρχομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatérchomai Transliteration B: synkaterchomai Transliteration C: sygkaterchomai Beta Code: sugkate/rxomai

English (LSJ)

A sink downwards together, Arist.Insomn.461b12; τὸ -ερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα Gal.15.686. II come back, return from exile together, Lys.31.9, Arist.Pol.1300a18, etc.; τινι with one, Lys.31.13; μετά τινος Plu.Dio 29.

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich zurückkommen; Lys. 31, 9; Plut. Camill. 30.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέρχομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― κατέρχομαι ἐν συνοδείᾳ ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. ἐπανέρχομαι ὁμοῦ, ὑποστρέφω ἐκ τῆς ἐξορίας ὁμοῦ, Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.

French (Bailly abrégé)

1 descendre ensemble;
2 revenir ensemble (de l'exil).
Étymologie: σύν, κατέρχομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.)
αρχ.
επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκατέρχομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. και παρακ., γυρίζω πίσω από κοινού, επιστρέφω από εξορία μαζί με, σε Λυσ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέρχομαι:
1) вместе нисходить, спускаться вниз: αἱ κινήσεις συγκατέρχονται Arst. движения направляются вниз;
2) вместе возвращаться: σ. τινι Lys. и μετά τινος Plut. вместе возвращаться (на родину); συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν συμφερόντων Lys. вернуться вместе с другими, сделав нечто полезное.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατέρχομαι samen terugkeren (uit ballingschap); met dat., met μετά + gen. met iem.

Middle Liddell


Dep. with aor. and perf. act., to come back together, return from exile together, Lys., etc.