σέσελις
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
εως, ἡ, hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σέσελι κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, σέσελι μασσαλιωτικόν = Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σέσελι αἰθιοπικόν = hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σέσελι ἐν Πελοποννήσῳ = golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σέσελι Κύπριον = κίκι, Id.4.161.
German (Pape)
[Seite 872] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst σίλι, σιλικύπριον, auch κῖκι genannt.
Greek (Liddell-Scott)
σέσελις: -εως, ἡ, θάμνος τις τοῦ αὐτοῦ εἴδους καὶ κρότων ἢ σίλι (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - ὡσαύτως σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
plante de l'espèce du ricin.
Étymologie: DELG mot égyptien.
Greek Monolingual
σέσελι, σεσέλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, -έλεως, ἡ, και σέσιλις, -ίλεως, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες της τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (πρβλ. και τον τ. σιλλικύπριον). Ο σχηματισμός της λ. σέσελι θυμίζει τα πέπερι, σινάπι. Τα λατ. seselis / sil είναι επίσης δάνειες λ.].