ἀνιπτόπους
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, with unwashen feet, epithet of the Σελλοί, Dodonaean priests of Zeus, Il.16.235, cf. BCH7.276 (Lydia); applied to parasites by Eub.139; to the Great Bear, as metuens aequore tingi, by Nonn.D.40.285.
Spanish (DGE)
-ποδος
1 que no se lava los pies de los sacerdotes de Dodona sometidos a esta prescripción religiosa Il.16.235, de filósofos, Eub.139, en rel. con un culto no bien conocido ἐκ προγόνων παλλακίδων καὶ ἀνιπτοπόδων EA p.406.
2 que no mete sus pies en el mar ἵππος Nonn.D.43.212
•fig. que no se sumerge en el mar, que no se pone de la Osa Mayor, Nonn.D.40.285.
German (Pape)
[Seite 238] οδος, mit ungewaschenen Füßen, Σελλοί Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιπτόπους: ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ Διός, οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν εἶδος ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
dont les pieds ne sont pas lavés.
Étymologie: ἄνιπτος, πούς.
Greek Monolingual
ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, -ουν)
αυτός που έχει άπλυτα πόδια
(νεοελλ.-μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες
αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι.
Greek Monotonic
ἀνιπτόπους: ὁ, ἡ, γεν. -πόδος, με άπλυτα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνιπτόπους: ποδος adj. с немытыми ногами (эпитет додонских жрецов) Hom.
Middle Liddell
with unwashen feet, Il.