ἐναποψύχω

From LSJ
Revision as of 15:52, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποψύχω Medium diacritics: ἐναποψύχω Low diacritics: εναποψύχω Capitals: ΕΝΑΠΟΨΥΧΩ
Transliteration A: enapopsýchō Transliteration B: enapopsychō Transliteration C: enapopsycho Beta Code: e)napoyu/xw

English (LSJ)

[ῡ], A ease oneself in, euphemism for ἐναποπατέω, Hes.Op.759. 2 cool off, PHolm.6.12 (Pass.). II give up the ghost, AP9.1 tit., Hsch.

Spanish (DGE)

(ἐνᾰποψύχω)
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1aliviarse euf. por ‘defecar’, Hes.Op.759.
2 morir ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν por mamar leche envenenada AP 9.1 tít. (Polyaen.).
II en v. med.-pas. enfriarse θερμὸν (ἄνθρακον) ... βάλε ... καὶ ἄφες ἐναποψυγῆναι PHolm.6.29.

German (Pape)

[Seite 829] sich darin erleichtern; Hes. O. extr., = ἐναποπατέω; – darin, darauf seinen Geist aushauchen, sterben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, ψύχω, δροσίζω ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ οὔτοι λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, ἀφοδεύω, ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως χάριν τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. παραδίδω τὸ πνεῦμα, «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

French (Bailly abrégé)

1 se soulager le ventre;
2 postér. rendre l'âme entre (les mains de qqn) ; rendre l'âme, expirer.
Étymologie: ἐν, ἀποψύχω.

Greek Monolingual

ἐναποψύχω (AM)
1. δροσίζομαι, αναψύχομαι
2. (κατ' ευφημ.) ανακουφίζομαι σ' έναν τόπο, αποπατώ
3. παθ. δροσίζομαι
4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐναποψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω, παραδίδω το πνεύμα μου σε ένα μέρος, ξεψυχώ, σε Ησίοδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποψύχω: (ῡ) Hes. = ἐναποπατέω.

Middle Liddell

fut. ξω
to give up the ghost in a place, Hes., Anth.