Δεκέλεια

From LSJ
Revision as of 18:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δεκέλεια Medium diacritics: Δεκέλεια Low diacritics: Δεκέλεια Capitals: ΔΕΚΕΛΕΙΑ
Transliteration A: Dekéleia Transliteration B: Dekeleia Transliteration C: Dekeleia Beta Code: *deke/leia

English (LSJ)

Ion. -έη, ἡ, a place in Attica, Hdt., etc.:—Δεκελεύς, έως, ὁ, a Decelean, Hdt.9.73; but Δεκελειεύς Inscrr. Att., as IG2.660, al.; Δεκελ-εεύς ib.2.1247, al.: Adj. Δεκελεικός, ή, όν, Decelean, ὁ Δ. πόλεμος, name given to the latter part of the Pelop. war, Isoc.8.37, etc. Advbs. Δεκελεῆθεν from D., Hdt. l. c.; Δεκελ-ειόθεν Lys.23.2: Δεκελείᾱσιν at D., Isoc.8.84: Δεκελείαζε to D., St.Byz.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): Δεκελέη Hdt.9.15, 73
Decelia demo ático de la tribu hipotoóntide, situado en la vía de Atenas a Oropo, Hdt.ll.cc., Th.6.93, 7.19, And.Myst.101, Lys.14.30, Isoc.16.10, D.21.146, 24.128, X.HG 1.1.33, 2.3.3, Str.9.1.20, Paus.3.8.6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Décélie, dème attique de la tribu Hippothoontide.

Greek (Liddell-Scott)

Δεκέλεια: Ἰων. –έη, ἡ, δῆμος τῆς Ἀττικῆς τῆς φυλῆς Ἱπποθωντίδος, Ἡρόδ., κλ.· - Δεκελεύς, έως, ὁ, κάτοικος τῆς Δεκελείας, Ἡρόδ. 9. 73· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. καὶ Δεκελειεὺς καὶ Δεκελεεύς, Meisterh. 42. καὶ 44· ἐπίθ. Δεκελεικός, ή, όν, ὁ ἐκ Δεκελείας, ὁ Δ. πόλεμος, ὄνομα διδόμενον εἰς τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, Ἰσοκρ. 166D, κτλ.- Ἐπίρρ. Δεκελεῆθεν, ἐκ Δ., Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ.· - ειόθεν, Λυσ. 166. 35· - Δεκελείᾱσιν, ἐν Δ., Ἰσοκρ. 175Ε· -είαζε, εἰς Δ., Στέφ. Β.

Greek Monotonic

Δεκέλεια: Ιων. -έη, ἡ, τοποθεσία της Αττικής γης, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· Δεκελεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Δεκελείας, στον ίδ.· επίρρ. Δεκελεῆθεν, από τη Δεκέλεια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Δεκέλεια: ион. Δεκελέη ἡ Декелия (дем в атт. филе Ὑπποθωντίς) Her., Thuc., Xen., Dem.

Middle Liddell


Deceleia, a place in Attica, Hdt., Thuc.