γέλγη

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλγη Medium diacritics: γέλγη Low diacritics: γέλγη Capitals: ΓΕΛΓΗ
Transliteration A: gélgē Transliteration B: gelgē Transliteration C: gelgi Beta Code: ge/lgh

English (LSJ)

έων, τά, = ῥῶπος, frippery: the market where they are sold, Eup.304, Luc.Lex.3. (γέλγη, ἡ, Ael.Dion.Fr.295, is prob. an error due to Eust.)

Spanish (DGE)

-έων, τά
• Morfología: [ac. sg. fem. γέλγην Eust.927.54]
1 trapería Eup.327, ἐπὶ τὰ γέλγη ἀπαντᾶν Luc.Lex.3.
2 mercadería barata, baratijas, objetos de segunda mano Ael.Dion.ρ 14, Poll.3.127, 7.8, Moer.106, Eust.l.c.
• Etimología: Quizá rel. c. gr. γέλγις aunque semánticamente no se ve.

German (Pape)

[Seite 479] τά, kleine, kurze Waaren, = ῥῶπος, Eupol. Poll. 9, 47; die Form ἡ γέλγη scheint falsch; auch = Näschereien, u. bei Luc. Lexiph. 3 der Marktplatz dafür.

French (Bailly abrégé)

ῶν (τά) :
marché aux chiffons, aux objets de rebut.
Étymologie: DELG t. pop. sans étym.

Greek (Liddell-Scott)

γέλγη: -ῶν, τά, = ῥῶπος, μικραὶ πραγματεῖαι, «ψιλικὰ» ἢ παλαιὰ πράγματα, καὶ ὁ τόπος ἔνθα πωλοῦνται, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, Λουκ. Λεξιφ. 3. (γέλγη, ἡ, φαίνεται ὅτι εἶναι σφάλμα τῶν γραμμ.).

Greek Monolingual

γέλγη, τα και γέγλη, η (Α)
1. τα ψιλικά
2. το ψιλικατζίδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις].

Russian (Dvoretsky)

γέλγη: ῶν τά толкучий рынок, толкучка Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: frippery (Eup., Luk.). Acc. to H. (ὁ ῥῶπος καὶ) βάμματα, καὶ ἄτρακτοι, καὶ κτένες.
Derivatives: γέλγει βαπτίζει, χρωματίζει and γέλγια πήνη, σπάθη, κουράλια H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Hardly to γέλγις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέλγη -έων, τά rommelmarkt.

Frisk Etymology German

γέλγη: {gélgē}
Grammar: n. pl.
Meaning: ‘Trödel(waren)’ (Eup., Luk.). Nach H. auch = βάμματα, καὶ ἄτρακτοι, καὶ κτένες.
Derivative: Dazu γέλγει· βαπτίζει, χρωματίζει und γέλγια· πήνη, σπάθη, κουράλια H.
Etymology: Volkstümliches Wort ohne Etymologie. Vgl. γέλγις.
Page 1,295