βοτηρικός
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ή, όν, of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).
German (Pape)
[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.
Greek (Liddell-Scott)
βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.
Greek Monolingual
βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.
Greek Monotonic
βοτηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βοτηρικός: пастушеский, пастуший (ἑορτή Plut.; κύπελλον Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτηρικός -ή -όν βοτήρ herders-, herderlijk.