αἰσχρουργία

From LSJ
Revision as of 19:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρουργία Medium diacritics: αἰσχρουργία Low diacritics: αισχρουργία Capitals: ΑΙΣΧΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: aischrourgía Transliteration B: aischrourgia Transliteration C: aischrourgia Beta Code: ai)sxrourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A shameless conduct, E.Ba.1062: pl., D.Chr.4.102. II obscenity, Aeschin.2.99, cf. Plu.2.1044b.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 conducta obscena μαινάδων E.Ba.1062, cf. Aeschin.2.99.
2 acción obscena, obscenidad ἅπτομαι αἰσχρουργίας Plu.2.1044b, cf. Luc.Pseudol.27, D.Chr.4.102.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action honteuse.
Étymologie: αἰσχρός, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργία: ἡ, συνηρ. ἀντί τοῦ αἰσχροεργία, ἀναίσχυντος διαγωγή, Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. ἀκολασία, τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.

Greek Monolingual

η (Α αἰσχρουργία) αἰσχρουργός
1. αναίσχυντη διαγωγή
2. αισχρή πράξη, ακολασία.

Greek Monotonic

αἰσχρουργία: ἡ (*ἔργω), ξεδιάντροπη συμπεριφορά, αναίσχυντη διαγωγή, σε Ευρ.

Middle Liddell

[*ἔργω
shameless conduct, Eur.