λυγόω

From LSJ
Revision as of 22:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγόω Medium diacritics: λυγόω Low diacritics: λυγόω Capitals: ΛΥΓΟΩ
Transliteration A: lygóō Transliteration B: lygoō Transliteration C: lygoo Beta Code: lugo/w

English (LSJ)

A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 plier, courber;
2 lier.
Étymologie: λύγος.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγόω: δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος ἅμμα Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. κάμπτω, καταβάλλω, δαμάζω, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.

Greek Monotonic

λῠγόω: μέλ. λυγώσω, δένω σφιχτά, γερά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠγόω:
1) завязывать (ἅμμα Anth.);
2) связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.).

Middle Liddell

λῠγόω, fut. λυγώσω, to tie fast, Anth.