περονίς
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = περόνη, S.Tr.925, IG11(2).219 A35 (Delos, iii B. C.), CPR 12.4 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, = περόνη, Soph. Trach. 921, χρυσήλατος.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. περόνη.
Greek (Liddell-Scott)
περονίς: -ίδος, ἡ, = περόνη, Σοφ. Τρ. 925.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
η μικρή πόρπη, η καρφίτσα του γυναικείου ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περόνη + επίθημα -ίς].
Greek Monotonic
περονίς: -ίδος, ἡ, = περόνη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
περονίς: ίδος (ῐδ) ἡ Soph. = περόνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περονίς -ίδος, ἡ zie περόνη.
Middle Liddell
περονίς, ίδος, ἡ, = περόνη, Soph.]