ψυχόω
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
(ψυχή) A give soul to, λίθον APl.4.159; σῶμα Ph.1.33, cf. Nonn.D.25.542; ψυχοῦν τὸν λόγον, of νοήματα, animate, make alive, Ph.1.693, cf. Plot.4.4.22, Procl.Inst.196:—Pass., Ph.1.263, al., Plot.2.3.9. 2 give a psychical (opp. physical) character to physical sensations, Id.4.4.28. II (ψῦχος) Pass., to be made cold, become cold, Hp.Steril.213, f.l. in Plu.2.1052f (ψυχόμενον Bernardakis).
German (Pape)
[Seite 1404] 1) beseelen, beleben, λίθον Ep. ad. 245 (Plan. 159). – 2) kalt machen, abkühlen, erfrischen, Plut. de stoic. repugn. 41.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
animer, vivifier.
Étymologie: ψυχή.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχόω: (ψυχή) παρέχω ψυχὴν ἢ ζωὴν εἴς τι, ἔμψυχόν τι ποιῶ, τίς λίθον ἐψύχωσε; Ἀνθ. Πλαν. 159· ψυχοῦν ποταμόν, ἐπὶ τῶν ἰχθύων, οἱ ὁποῖοι ποιοῦσιν αὐτὸν οἱονεὶ ἔμψυχον, ζῶντα, Φίλων Ι. 663. ΙΙ. (ψῦχος) ἐν τῷ παθ., γίνομαι ψυχρός, ψύχομαι, Ἱππ. 675. 49, Πλούτ. 2. 1052F.
Greek Monotonic
ψῡχόω: μέλ. -ώσω (ψυχή), δίνω ψυχή ή ζωή σε κάτι, καθιστώ κάτι έμψυχο, τίς λίθον ἐψύχωσε;, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχόω: охлаждать Plut.