σύγχροος

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχροος Medium diacritics: σύγχροος Low diacritics: σύγχροος Capitals: ΣΥΓΧΡΟΟΣ
Transliteration A: sýnchroos Transliteration B: synchroos Transliteration C: sygchroos Beta Code: su/gxroos

English (LSJ)

ον, contr. σύγχρους, ουν, (χρόα) A of like colour or look, Plb. 3.46.6. II skin to skin, touching, Posidipp. ap. Ath.13.596d, Nic. Fr.32.

German (Pape)

[Seite 972] zsgz. σύγχρους, gleichfarbig; Posidipp. bei Ath. XIII, 596 d; Pol. 3, 46, 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 de même couleur, de même aspect;
2 qui touche à, uni.
Étymologie: σύν, χροός.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, (χρόα) ὁ ἔχων ὁμοίαν χροιάν, ὅμοιον ἐξωτερικόν, ὡς τὸ ὁμόχροος, Πολύβ. 3. 46, 6. ΙΙ. συγχρωτιζόμενος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D, Νικ. Ἀποσπ. 19.

Greek Monotonic

σύγχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει παρόμοιο χρώμα ή όψη με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

σύγχροος: стяж. σύγχρους 2
1) досл. одноцветный, перен. единообразный (sc. ὁδός Polyb.);
2) гладкий, без пятен, чистый (ψυχή Plut.).