σύγκληρος
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ον, A having lots or portions that join, bordering, neighbouring, χθών E.Heracl.32; τείχεα Nic.Al.1; sharing a κλῆρος, PCair.Zen.1.19 (iii B.C.). II joined by lot to, allotted to, θνητῷ βίῳ Plu.2.103f, cf. Luc.Am.24: c. gen., belonging to as portion, Lyc. 995.
German (Pape)
[Seite 968] mitlooscnd; – zufällig zusammentreffend, angränzend, Eur. σύγκληρον ἐλθόντες χώραν, Heracl. 32, τείχεα, Nic. Al. 1; – durchs Loos zugetheilt, ὅτι θνητῷ σύγκληρός ἐστι βίῳ, Plut. consol. ad Apoll. p. 321.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
assigné par un sort commun.
Étymologie: σύν, κλῆρος.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκληρος: -ον, ὁ συμμεριζόμενος τὸν αὐτὸν κλῆρον, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, χθὼν Εὐρ. Ἡρακλ. 32˙ τείχεα Νικ. Ἀλεξιφ. 1. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ κλήρου ὁριζόμενος, τὴν αὐτὴν τύχην ἔχων, ὁμόκληρος σ. θνητῷ βίῳ Πλούτ. 2. 103F˙ μετὰ γεν. Λυκόφρ. 995.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο
2. αυτός που συνορεύει, γειτονικός («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», Ευρ.)
3. αυτός που έχει την ίδια τύχη με άλλον
4. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλῆρος (πρβλ. απόκληρος)].
Greek Monotonic
σύγκληρος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο κλήρο, το ίδιο χωράφι, αυτός που συνορεύει, γειτονικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύγκληρος:
1) пограничный, сопредельный (χθών Eur.);
2) выпавший на долю (θνητῷ βίῳ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκληρος -ον [σύν, κλῆρος] aangrenzend. Eur. Hcld. 32. lotsverbonden met, met dat..; [Luc.] 49.24; subst. lotgenoot. Luc. 69.328.
Middle Liddell
σύγ-κληρος, ον,
having portions that join, bordering, neighbouring, Eur.