σφήκωμα

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφήκωμα Medium diacritics: σφήκωμα Low diacritics: σφήκωμα Capitals: ΣΦΗΚΩΜΑ
Transliteration A: sphḗkōma Transliteration B: sphēkōma Transliteration C: sfikoma Beta Code: sfh/kwma

English (LSJ)

ατος, τό, A the point of a helmet where the plume is fixed in, εὐλόφῳ σ. S.Fr.341, cf. Ar.Pax 1216. II cord, PCair.Zen.518 (iii B.C.), Phryn.PS p.110 B., Philum.Ven.7.7, Hippiatr.24, Hsch., Paul.Aeg.6.25; dub. sens. in IG11(2).144 A 37 (Delos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1050] τό, 1) das Zusammengeschnürte, Festgebundene, das Band zum Festbinden, Medic., VLL.; später σπαρτίον, s. B. A. 64. – 2) am Helme der Ort, wo der Helmbusch befestigt wird, Soph. frg. 314 bei Schol. Ap. Rh. 3, 1371, v.l. σφήνωμα; – dah. auch der Helm selbst, Ar. Paz 1182; Valck. Phoen. 674. – Vgl. noch Nicom. arithm. 2, 26, wo ein geometrischer Körper so benannt ist, von der Aehnlichkeit mit dem Einschnitt einer Wespe.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 bas du cimier d'un casque ; cimier;
2 lien, bandage, ceinture;
3 couvercle de marmite.
Étymologie: σφηκόω.

Greek (Liddell-Scott)

σφήκωμα: τό, ἡ κορυφὴ τῆς περικεφαλαίας, ἔνθα ἐνεπηγνύετο ὁ λόφος, εὐλόφῳ σφ. Σοφ. Ἀποσπ. 314, πρβ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. ΙΙ. = σφηνίσκος ΙΙ, Διοσκ., Παῦλ. Αἰγ. ΙΙΙ. σχοινίον, Μαυρικ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Α. Β. 64.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σφηκῶ
1. επίδεσμος σφηνοειδής ως προς το σχήμα
2. σχοινί
αρχ.
η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο.

Greek Monotonic

σφήκωμα: -ατος, τό, κορυφή της περικεφαλαίας όπου τοποθετείτο το λοφίο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σφήκωμα: ατος τό
1) гнездо для султана (на шлеме) Soph.;
2) гребень шлема Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφήκωμα -ατος, τό [σφηκόω] insnoering (versmalde plaats op de helm waar het onderste, ingesnoerde gedeelte van de helmbos aan bevestigd zit).

Middle Liddell

σφήκωμα, ατος, τό,
the point of a helmet where the plume is fixed in, Ar.