χρυσόρυτος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, = χρυσόρρυτος, γοναὶ, of Perseus the son of Danaë, S.Ant.950(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1382] ον, = χρυσόῤῥυτος, Soph. Ant. 940 Ζηνὸς γοναί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui roule de l'or dans ses flots.
Étymologie: χρυσός, ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόρῠτος: -ον, = χρυσόρρυτος, γοναὶ χρυσ., ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τῆς Δανάης, Σοφ. Ἀντιγ. 950· πρβλ. χρυσόγονος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσόρρυτος.