ἀποστολεύς

From LSJ
Revision as of 13:32, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστολεύς Medium diacritics: ἀποστολεύς Low diacritics: αποστολεύς Capitals: ΑΠΟΣΤΟΛΕΥΣ
Transliteration A: apostoleús Transliteration B: apostoleus Transliteration C: apostoleys Beta Code: a)postoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A one who dispatches, ἀ. τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Herm. ap. Stob.1.49.69: but mostly, 2 at Athens, magistrate who had to fit out a squadron for service, D.18.107, 47.26, Aeschin.2.177, Philoch.142, IG2.809b20.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 guía, acompañante ὁ δὲ ψυχοπομπὸς ἀ. ... τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Corp.Herm.Fr.26.3.
2 en Atenas interventor, intendente de la marina Aen.Tact.29.12, cf. IG 22.1629.252 (IV a.C.), D.18.107, 33.37, Aeschin.2.177, Philoch.63.

German (Pape)

[Seite 327] ὁ, der Absender; in Athen Beamte, die die Aufsicht über die Ausrüstung u. Absendung der Flotte hatten, Dem. 18, 107. 47, 26.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
intendant maritime.
Étymologie: ἀποστέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστολεύς: έως, ὁ, ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο ὁ ἄρχων τοῦ ὁποίου τὸ ἔργον ἦτο νὰ παρασκευάζῃ μοῖραν στόλου πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, Δημ. 262.18.,1146 ἐν τέλ., Αἰσχίν. 52. 2, φιλόχ. 142, πρβλ. Ἑρμ. Πολ. Ἀρχ. § 161. 20. Πρβλ. ἀπόστολος. Κατὰ Πολυδ. (Η΄ 99), «ἀποστολεῖς οἱ προνοούμενοι τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ ἔκπλου τῶν τριήρων».

Greek Monotonic

ἀποστολεύς: -έως, ὁ (ἀποστέλλω), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστολεύς: έως ὁ апостолей (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem.

Middle Liddell

ἀποστέλλω
at Athens, a magistrate who had to fit out a squadron for service, Dem., Aeschin.