ἐπιφράσσω
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
Att. ἐπιφράττω, block up, ὕλῃ [τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2; πόρους Nic.Al.285: metaph., Ph.1.299, al.:—Med., κηρῷ ἐ. τὰ ὦτα stop one's ears, Luc.Im.14:—Pass., to be obstructed, Placit.2.29.1; τὰ τοῦ μέλλοντος ἀκούειν ὦτα ἐπεφράχθη Ph.2.165.
German (Pape)
[Seite 1001] att. -φράττω, von oben her verstopfen, verschließen, δίοδον Theophr.; πόρους Nic. Al. 286; ὦτα κηρῷ Luc. im. 14; Plut. u. a. Sp.; pass. ἐπέφρακτο D. C. 74, 7; – med. sich verstopfen, τὰ ὦτα Luc. pro imag. 1.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιφράξω, Pass. pqp. 3ᵉ sg. ἐπέφρακτο;
boucher, obstruer, intercepter : τῇ σελήνῃ PLUT cacher la lune en parl. d’une éclipse;
Moy. ἐπιφράσσομαι se boucher : τὰ ὦτα LUC les oreilles.
Étymologie: ἐπί, φράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· φράττω, κλείω, ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε.
Greek Monolingual
(Α ἐπιφράσσω και αττ. τ. ἐπιφράττω) φράσσω
φράζω, κλείνω με φράγμα από πάνω («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
ἐπιφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, φράζω, κλείνω, σε Θεόφρ. — Μέσ., ἐπιφράσσω τὰ ὦτα, κλείνω τα αυτιά μου, τα βουλώνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφράσσω: атт. ἐπιφράττω (aor. pass. ἐπεφράγμην)
1) закрывать, закупоривать (τὸ στόμιον Plut.): ἐ. τῇ σελήνῃ Plut. закрывать луну (о затмении); κηρῷ ἐπιφράσσεσθαι τὰ ὦτα Luc. затыкать себе уши воском;
2) pass. быть защищенным (πρός τι Luc.).
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to block up, Theophr.: —Mid., ἐπ. τὰ ὦτα to stop one's ears, Luc.