ἰχθύδιον
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
τό, Dim. of ἰχθύς, little fish, freq. in Com. (v. infr.), Chrysipp.Stoic.2.208, PFlor.119.7 (iii A.D.), Jul.Mis.350b, etc. [ῡ, Ar.Fr.387.8, Theopomp.Com.62.3, Anaxil.19, Cratin.Jun.13, POxy. 784 (i B.C.), etc.; but ῠ in dact., AP11.405 (Lucill.), Archestr.Fr. 45.18.]
German (Pape)
[Seite 1275] τό, dim. von ἰχθύς, Fischlein; Ar. frg. 344; Mnesim. Ath. VIII, 359 c; Arist. H. A. 2, 14 u. Sp. [Bei Archestr. Ath. VII, 311 c u. Luc. ep. 20 (XI, 405) ist υ kurz.]
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit poisson.
Étymologie: dim. de ἰχθύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἰχθύς, μικρὸς ἰχθύς, «ψαράκι». ῡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 8, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Φινεῖ» 1. 3, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1. κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ῠ ἐν δακτυλικοῖς, Ἀνθ. Π. 11. 405, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311C.
English (Strong)
diminutive from ἰχθύς; a petty fish: little (small) fish.
English (Thayer)
ἰχθυδιου, τό (diminutive from ἰχθύς), a little fish: Aristophanes on.)
Greek Monotonic
ἰχθύδιον: τό, υποκορ. του ἰχθύς, μικρό ψάρι, ψαράκι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθύδιον: (ῡ и ῠ) τό рыбка Arph., Arst., Plut., Anth.
Middle Liddell
ἰχθύδιον, ου, τό, [Dim. of ἰχθύς,]
a little fish, Anth.
Chinese
原文音譯:„cqÚdion 衣赫替笛按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:(小)魚
字義溯源:小魚,魚;源自(ἰχθύς)*=魚)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 小魚(2) 太15:34; 可8:7