ὁμόθυμος

From LSJ
Revision as of 18:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθῡμος Medium diacritics: ὁμόθυμος Low diacritics: ομόθυμος Capitals: ΟΜΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: homóthymos Transliteration B: homothymos Transliteration C: omothymos Beta Code: o(mo/qumos

English (LSJ)

ὁμόφρων, ὁμόψυχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 334] einmüthig, einig, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même avis.
Étymologie: de ὁμός, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμαὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακό-θυμος)].