ὑπαισχύνομαι

From LSJ
Revision as of 18:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαισχύνομαι Medium diacritics: ὑπαισχύνομαι Low diacritics: υπαισχύνομαι Capitals: ΥΠΑΙΣΧΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: hypaischýnomai Transliteration B: hypaischynomai Transliteration C: ypaischynomai Beta Code: u(paisxu/nomai

English (LSJ)

[ῡν], Pass., to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Pl.La.179c.

German (Pape)

[Seite 1180] pass., sich etwas schämen, Plat. Lach. 179 c, τινά, vor Einem.

French (Bailly abrégé)

éprouver un peu de honte ou de confusion.
Étymologie: ὑπό, αἰσχύνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαισχύνομαι: Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.

Greek Monolingual

Α
ντρέπομαι λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰσχύνομαι].

Greek Monotonic

ὑπαισχύνομαι: [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, ντρέπομαι κάπως, λίγο, τινάτι, λέγεται για κάτι ενώπιον, μπροστά σε κάποιον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαισχύνομαι: несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л.

Middle Liddell


Pass. to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Plat.